- στίγμα
- Όρος που προέρχεται από το ρήμα στίζω, που σημαίνει σημαδεύω με μυτερό ή με καυτό εργαλείο την περιουσία μου.
Σ. λέγεται το σημάδι που μένει από το κέντημα μυτερού εργαλείου, αλλά και ο λεκές, η βούλα ή η φακίδα ή και το σημάδι που εμφανίζεται στο δέρμα φιδιών ή πάνθηρα. Μεταφορικά: η ηθική κηλίδα. Λέγεται επίσης και μέρος του ύπερου του άνθους που βρίσκεται στην κορφή του λεγόμενου «στύλου» και πάνω στον οποίο μεταφέρονται οι γυρεόκοκκοι του αρσενικού άνθους για να γίνει η επικονίαση κλπ. Στη Ζωολογία στίγματα είναι τρύπες, στα πλευρά των εντόμων, των αραχνοειδών και των μυριάποδων, από τις οποίες βγαίνουν οι «τραχείες» τους, οι «σωλήνες» δηλ. από τους οποίους γίνεται η αναπνοή των εντόμων. Ο αέρας που μπαίνει απ’ αυτά, με τη βοήθεια των τραχειών, κυκλοφορεί σε όλα τα σημεία του σώματός τους. Πολλές φορές έχουν έναν λεπτότατο χιτώνα, ο οποίος συγκρατεί τα μόρια της σκόνης, διυλίζοντας έτσι τον αέρα που εισέρχεται.
Τέλος, στη ναυτιλία, σ. λέγεται ένα σημείο σε ναυτικό χάρτη που δείχνει σε ποια θέση βρίσκεται ένα πλοίο. Το σ. δηλαδή ενός πλοίου εκφράζεται από τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης όπου βρίσκεται το πλοίο σε μια ορισμένη στιγμή.
* * *το, ΝΜΑ [στίζω]1. το αποτέλεσμα τού στίζω, το ανεξίτηλο σημείο που απομένει στο δέρμα από χάραγμα με οξύ όργανο ή από έγκαυση με πυρακτωμένο αντικείμενο, σημάδι (α. «όλα τα ζώα είχαν στίγματα από καυτό σίδερο» β. «οἷον ἔχοντός τινος στίγμα ἐν τῷ βραχίονι», Αριστοτ.)2. το αποτύπωμα που απομένει στο δέρμα από τραύμα, από εξάνθημα ή εξέλκωση, ουλή3. (κατ' επέκτ.) μικρό έγχρωμο σημείο, ιδίως σε δέρμα ζώου, σε φτερό εντόμου ή πτηνού, βούλλα (α. «έχει στα φτερά της μικρά κόκκινα στίγματα» β. «τοῑς γρυψὶ στίγματα ὁποῑα καὶ ταῑς παρδάλεσιν εἶναι», Παυσ.)4. το γραφικό σύμπλεγμα ς' που δηλώνει τον αριθμό στ' ή έξινεοελλ.1. κηλίδα, λεκές2. ιατρ. κλινικό ή βιολογικό σημείο με μόνιμο χαρακτήρα το οποίο είναι τυπικό για ορισμένη νόσο ή παθολογική κατάσταση τής οποίας αποκαλύπτει την ύπαρξη («στίγμα μεσογειακής αναιμίας»)3. βοτ. το κορυφαίο επάκριο τμήμα τού υπέρου τών αγγειοσπέρμων το οποίο δέχεται τη γύρη κατά την επικονίαση και πάνω στο οποίο εκβλαστάνει ο γυρεόκοκκος4. ζωολ. α) σωματίδιο το οποίο περιέχει τη χρωστική καροτένιο και βρίσκεται στη βάση τού μαστιγίου ορισμένων φωτοσυνθετικών πρωτοζώωνβ) μικροσκοπικό άνοιγμα το οποίο δημιουργούν τα μεταναστευτικά κύτταρα τού οργανισμού όταν διασχίζουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα κατά τη διάρκεια τής διαπήδησηςγ) αναπνευστικό άνοιγμα τών εντόμων στο άκρο ενός, λιγότερο ή περισσότερο, διακλαδισμένου τραχειακού σωληναρίου5. ναυτ. η θέση ενός πλοίου πάνω στον χάρτη σε δεδομένη χρονική στιγμή6. μτφ. ηθική μείωση, ντροπή, όνειδος («η ενέργεια τού υπουργού αυτού αποτελεί στίγμα για ολόκληρη την κυβέρνηση»)7. φρ. α) «στίγμα ακτοπλοϊκό»ναυτ. το στίγμα που προσδιορίζεται με τη λήψη διοπτεύσεων σημείων τής ακτήςβ) «στίγμα αναμέτρησης»ναυτ. το στίγμα που προσδιορίζεται με βάση την πορεία και την απόσταση που διανύθηκεγ) «στίγμα αστρονομικό»ναυτ. το στίγμα που προσδιορίστηκε με μεθόδους τής αστρονομικής ναυτιλίαςδ) «στίγματα επαγγελματικά»ιατρ. τα χαρακτηριστικά τού επαγγέλματος σημεία που βρίσκονται πάνω στο ανθρώπινο σώμαε) «στίγμα ραδιοναυτιλίας»(αερ.-ναυτ.) στίγμα που προσδιορίστηκε με ραδιοναυτιλιακά βοηθήματααρχ.1. ήλος («ὁμοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι μετὰ στιγμάτων ἀργυρίου», ΠΔ)2. μτφ. πάθημα, πληγή («ἐγὼ γὰρ τὰ στίγματα τοῡ... Ἰησοῡ ἐν τῷ σώματι μου βαστάζω», ΚΔ)3. φρ. α) «στίγματα ἱερά» — σημάδια που έδειχναν ότι εκείνοι που τά είχαν ανήκαν στην υπηρεσία ενός ναού (Ηρόδ.)β) «στίγμα χρυσοῡν» — το χρώμα τού χρυσού (Ψ Δημόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.